-
1 συνδικέω
A act as one's advocate, A.Eu. 579, X.Mem.1.2.51, etc.;σ. τινί Pl.Lg. 937e
, D.32.12, al.; Ζεύς σοι τόδε συνδικήσει Zeus will be thy advocate herein, E.Med. 158 (lyr.).2 to be one of the public advocates (σύνδικος 1.2
),οἱ φυλέται οἱ ᾑρημένοι μοι συνδικεῖν And.1.150
, cf. D. 20.153; σ. τῷ δήμῳ Lex ap.Aeschin.1.47; τῷ βασιλικῷ συνδεδικηκώς, = Lat. advocatus fisci, D.C.78.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδικέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский